- παρωνυμουμένης
- παρωνυμέωto be of like signification withpres part mp fem gen sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρωνυμώ — έω, ΜΑ [παρώνυμος] μσν. 1. αποκαλώ κάποιον ή κάτι χρησιμοποιώντας παράγωγο όνομα 2. ετυμολογώ («Σπάρτης παρωνυμουμένης ἀπὸ φυτοῡ σπάρτου», Ευστ.) αρχ. 1. έχω σημασία όμοια με κάτι άλλο 2. έχω όνομα αντίστοιχο προς κάτι άλλο … Dictionary of Greek